femenil - ορισμός. Τι είναι το femenil
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι femenil - ορισμός


femenil      
femenil (del lat. tardío "feminilis"; lit.) adj. Propio de mujer. Femenino.
femenil      
Palabras Relacionadas
femenil      
adj.
Perteneciente o relativo a la mujer.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για femenil
1. La pelea en la rama femenil se prolongГі poco mas de 18 minutos hasta que Cindia VerenГ­s venia con todo, no habГ­a duda, ella serГ­a el primer lugar absoluto femenil.
2. Están presentes también los líderes de los sectores femenil, juvenil y del Movimiento Territorial Estela Ponce, Alejandro Moreno Cárdenas y Carlos Flores Rico, respectivamente.
3. Francisco Reza freza@elimparcial.com CIUDAD OBREGГ“N, Sonora(PH) El acondicionar un Г¡rea para gimnasio e instalar un proyecto productivo son necesidades de las internas del Cereso femenil de Cajeme, informГі Lucina Zazueta Padilla.
4. También estuvieron allí los lideres Mario Guerrero, líder estatal del PRI; el líder de la CTM, de la CROC, de la CNC, de la CNOP, del Movimiento Territorial, del sector femenil y del Frente Juvenil.
5. La directora del Centro de ReadaptaciГіn Social (Cereso) expresГі que en el Гєltimo aГ±o han nacido tres niГ±os en el Г¡rea femenil donde permanecen recluidas 13' mujeres.
Τι είναι femenil - ορισμός